- βαθυπελαγική ζώνη
- Μία από τις κάθετες ζώνες στις οποίες χωρίζονται τα νερά των μεγάλου βάθους θαλάσσιων εκτάσεων. Ανήκει στο πελαγικό ή ωκεάνιο οριζόντιο τμήμα των ωκεανών, δηλαδή αυτό που βρίσκεται πέρα από τη νηριτική ζώνη της υφαλοκρηπίδας και το οποίο χωρίζεται από πάνω προς τα κάτω στην επιφάνεια της θάλασσας, στην επιπελαγική ζώνη, στην μεσοπελαγική, την υποπελαγική, τη β. και το βενθικό τμήμα (του βυθού). Η β.ζ. χωρίζεται με τη σειρά της σε άνω και κάτω ή αβυσσοπελαγική ζώνη ή αβυσσικά πεδία. βαθυπελαγική πανίδα. Το σύνολο των ζώων που ζουν στη β.ζ. Οι οργανισμοί αυτοί αντέχουν τις μεγάλες πιέσεις που ασκούνται στα μεγάλα βάθη και είναι αποκλειστικά ζωικοί, γιατί η β.ζ. είναι αφωτική, δηλαδή δεν φτάνει σε αυτήν φως, ώστε να υπάρχουν φυτά που κάνουν φωτοσύνθεση.
Dictionary of Greek. 2013.